έγνοια — και έννοια, η (Μ ἔγνοια και ἔννοια) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. σκέψη, συλλογή 3. ανησυχία, σκοτούρα … Dictionary of Greek
έγνοια — η βλ. έννοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέγνοιαστος — και ανέννοιαστος, η, ο (Μ και ἀνέννοιαστος, η, ον) 1. ξέγνοιαστος, αμέριμνος 2. αμελημένος, αφημένος στην τύχη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανέννοιαστος < αν στερ. + εννοιάζομαι. Ο τ. ανέγνοιαστος με επίδρ. του τ. έγνοια του ουσ. έννοια έγνοια] … Dictionary of Greek
έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… … Dictionary of Greek
αντιπερισπασμός — ο (Α ἀντιπερισπασμός) (ως στρ. όρ.) 1. απόσπαση της προσοχής του αντιπάλου προς άλλη κατεύθυνση 2. πολεμική ενέργεια που αποβλέπει σ αυτό τον σκοπό νεοελλ. μτφ. ενοχλητική απασχόληση, έγνοια, δυσκολία, εμπόδιο … Dictionary of Greek
γνοιάζομαι — νοιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γ προθετικό + νοιάζομαι, με πιθανή επίδραση τής λ. έγνοια (πρβλ. γνέφος, γνέφω)] … Dictionary of Greek
εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) … Dictionary of Greek
ζαλάδα — η 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. σκοτούρα, έγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + άδα* (πρβλ. αγρι άδα, αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek
καρβουνιστιά — η 1. θράκα, ανθρακιά 2. μτφ. θλίψη, έγνοια, βάσανο («καρβουνιστιά χω στην καρδιά», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + ιστιά «εστία»] … Dictionary of Greek